Dictionary of Greek. 2013.
αλάργεμα — το [αλαργεύω] 1. απομακρύνση, αποτράβηγμα, ξεμάκρεμα … Dictionary of Greek
μακρυμός — μακρυμός, ὁ (Μ) [μακρύνω] απομάκρυνση, ξεμάκρεμα … Dictionary of Greek